Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013


Τέρενς και Μανουέλ #2


- Τι ακούγεται? Τι είναι αυτά?
- Δεν ξέρω αλλά μάζεψε τα πράγματα γρήγορα.. Γρήγορα σου λέω…
Δεν πρόλαβαν καλά-καλά να γεμίσουν και να δέσουν τα σακίδιά τους, ψηλαφιστά, στα σκοτάδια, χέρια που δούλευαν αντανακλαστικά, σε ρυθμό πυρετώδη, ευτυχώς τα περισσότερα ρούχα τους τα φορούσαν, τα παπούτσια μας?, πρόσεχε, μην κάνεις θόρυβο, κι η σκηνή άρχισε να κουνιέται και να πιέζεται σε διάφορα σημεία, από μουσούδες που μύριζαν και ξεφυσούσαν ολοένα και πιο έντονα..
- Λες να περιμένουμε λίγο, μήπως φύγουν? ρώτησε ο Μανουέλ ψιθυριστά, πάντα, ακουμπώντας τον Τερενς για να νοιώθει, ώμο με ώμο, κι οι δυο σε ημικάθισμα, σε επιφυλακή, μέσα στο τριγωνικό υφασμάτινο δωμάτιο, ασφυκτικά ήταν τώρα αλλά ποιος νοιάζεται, δεν είναι η ώρα, οι χειρολαβές των σακιδίων περασμένες στις παλάμες τους, ενός στη δεξιά, του άλλου στην αριστερή, σφιγμένες, η άλλη γροθιά έκλεινε μέσα της από ένα κυνηγετικό μαχαίρι, έτοιμοι, έτοιμοι για τι?, αν είναι θα πέσουμε μαχώμενοι, ιδρώτας κυλούσε στο μέτωπο, κι η μυρωδιά που ερχόταν απ’ έξω απαίσια, κρατούσαν την ανάσα τους σχεδόν, μόνο για να ακούν τις άλλες, τις ζωώδεις πιο έντονα, οι καρδιές τους έκαναν τον περισσότερο θόρυβο, έτσι φαινόταν, άραγε τα ζώα να μπορούν να ακούσουν μια καρδιά που πάει να σπάσει?, δεν έχουν δα και τη δική μας ακοή, την υποδεέστερη, αν ισχύει κάτι τέτοιο δε νομίζω ότι θα μας βγει σε καλό, πόσα άραγε είναι απέξω?, ησυχία τώρα, τι έγινε?, ο Μανουέλ πρότεινε το οπλισμένο χέρι προς το φερμουάρ του μπροστινού ανοίγματος, δειλά, αθόρυβα, το έπιασε με το δείκτη και τον αντίχειρα δίχως να αφήσει τη λαβή που κρατούσαν τα άλλα τρία του δάκτυλα με τη λάμα στραμμένη προς τα κάτω, ο Τέρενς δεν έβλεπε, φανταζόταν όμως τι γινόταν από τις κινήσεις του σώματος, ήταν ό,τι θα έκανε κι ο ίδιος ίσως, άρχισε να το κατεβάζει, πρώτο κρακ, δεύτερο κρακ, τρίτο....Τρία νύχια ενός δυνατού μπροστινού ποδιού έσκισαν με ορμή φερμουάρ και ύφασμα, το μαχαίρι κατέβηκε αστραπιαία με δύναμη σ’αυτό που είχε μόλις εισβάλει, μια κραυγή πόνου, ένα αλύχτισμα, όχι όμως θανάσιμος τραυματισμός, τα πράγματα ήταν σίγουρο ότι θα γίνονταν ακόμη πιο βίαια, πιο άγρια…
- Γρήγορα, βγάλε τον αναπτήρα σου, είπε ο Τέρενς ανοίγοντας το πίσω μέρος της σκηνής δίπλα στο βράχο, φορώντας το σακίδιο..Τον έφερες? Πες μου ότι τον έφερες..
- Τον έφερα, είπε και φορώντας κι αυτός το σακίδιο, έβαλε το χέρι στην τσέπη του.
- Από ‘δω θα φύγουμε. Θα σκαρφαλώσουμε. Τώρα κάψ’ την. Κάψ’ την, ούρλιαξε στο Μανουέλ, έβαλε το μαχαίρι στη θήκη του και με μια δρασκελιά έβαλε το γυμνό του πέλμα στο πρώτο ικανό σημείο της μεγάλης γειτονικής πέτρας κι άρχισε την ανάβαση, δίχως να κοιτάξει ούτε πίσω ούτε κάτω, άκουγε όμως το Μανουέλ που αγκομαχώντας ακολουθούσε λίγα εκατοστά μακριά από τα πόδια του, ψάξε, βρες το κατάλληλο μέρος, στηρίξου, ουρλιαχτά λίγο πιο κάτω, γύρω από τη φλεγόμενη σκηνή, καπνός στα μάτια και τα πνευμόνια τους, τα γρυλίσματα εκνευρισμού ανέβαιναν κι αυτά μαζί, στ’ αυτιά τους, μη σταματάς, πρόσεχε εδώ γλιστράει πολύ, δυσχερέστατη η αναρρίχηση, μετά από αρκετά μέτρα, στο πρώτο πλάτωμα που τους χωρούσε αμφότερους, σταμάτησε ο πρώτος, έσκυψε, ένα χέρι προτάθηκε, βρήκε ένα άλλο που σαν να το περίμενε, στα τυφλά, δύναμη έλξης, κραυγές υπερπροσπάθειας, λαχάνιασμα λύτρωσης, ανάσα με ήχο σαν κλάμα, πόδια πληγωμένα, κάθισαν στην άκρη κι έμειναν να κοιτάζουν το πιο όμορφο κάρβουνο που είχαν δει ποτέ, να καπνίζει το τέλος της πυροκόκκινης λάμψης του.

2 σχόλια:

  1. Ο φοβος πάντα μας δένει, η μισή δύναμη είναι να νιώθεις τον ίδιο εντατικό χτύπο καρδιάς,
    Κι αυτή η λύτρωση στο τέλος...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Χμμμ...Δεμένοι πάντοτε λοιπόν, ημιδυνατοί, με μια ευχή για παρέα..

    ΑπάντησηΔιαγραφή