Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013




 (ξέρω πού θα ενταχθεί, αλλά δεν μπορώ να πω ακόμα, οπότε...)

???

 
Το σκοτεινό κι υγρό εκείνο υπόγειο, και κρύο, μερικές φορές πολύ κρύο, ήταν γεμάτο ήχους…η αποχέτευση από τους πάνω ορόφους έτρεχε στους σωλήνες του, χειμαρρώδεις υδάτινες πορείες παρασύροντας ανθρώπινες ακαθαρσίες, στην κοντινή γωνιά του τοίχου μια βρύση σε ένα μεταλλικό νιπτήρα βασάνιζε με σχιστά μάτια, στο μέσον του άλλου τοίχου μια λεκάνη, χωρίς θόρυβο αυτή, μόνο μυρωδιά, κάπου-κάπου κάτι περπατούσε σε κρυφές αναζητήσεις στο πάτωμα, παπούτσια στο ταβάνι, βαριά βήματα, τακούνια ποτέ, μια παλιά λάμπα στην κολώνα του μέσου μαχόταν ηχηρά να παραμείνει στη ζωή, στο φως, όταν άναβε, πιότερο με πυγολαμπίδας το αποτέλεσμα, κι ισχνότερο, μαρτυρικότερο, α κι εκείνη η αλυσίδα στο πάτωμα, σύρσιμο ελαφρύ, από το στρώμα  στη γωνία πάνω σε κάτι υπερυψωμένες ξύλινες σανίδες, το κρεβάτι, στην κοντινή βιδωμένη στο πάτωμα καρέκλα, που έτριζε κι αυτή στη φιλοξενία, με το τραπεζάκι της ακούνητο κι αυτό, πορεία περιορισμένη, φυλακισμένη, το μήκος της δουλείας επέτρεπε ταξίδι μέχρι τη λεκάνη από αριστερά και τη βρύση από την άλλη, με το κρεβάτι και την καρέκλα ενδιάμεσους σταθμούς, αν ήθελες, η τηλεόραση της άλλης γωνίας μέρες κλειστή, τιμωρία για συμμόρφωση, πάντα χωρίς ήχο όμως, αλλιώς θα είχε κινούμενα σχέδια, τα ίδια κινούμενα σχέδια, που αν σε κάποιο ζεστό σαλόνι έκαναν παιδάκια να γελούν, εδώ είχαν χάσει τη μαγεία τους, ήταν σα να κορόιδευαν, ενέτειναν ενίοτε την απόγνωση καθώς έφερναν στο νου ζεστασιά και χαμόγελα αλλοτινά, αλλά και πάλι λίγη εικόνα, κινούμενη, έγχρωμα βουβή, σαν παρέα, σαν επιπλέον φως, σαν κάτι που πολεμούσε το μαύρο, τελευταία γωνία η σκάλα...εκεί η σωτηρία που δεν ερχόταν ποτέ...εκεί και το μαρτύριο που αντιθέτως ερχόταν πάντα…

Πόσος καιρός είχε περάσει? Πάρα πολύς…. Τα μαλλιά της είχαν μεγαλώσει τόσο, την προηγουμένη από τότε που έπαψε να βλέπει ήλιο είχε πάει κομμωτήριο, θυμάται που είχε βάλει τα κλάματα όταν η κομμώτρια τα είχε κόψει παραπάνω από όσο ήθελε, τι ανοησίες αυτές οι απλές καθημερινές στενοχώριες, τώρα ήταν σίγουρα τέσσερα δάκτυλα μακρύτερα, το έβλεπε με λοξή ματιά στο ελεύθερο χέρι της όταν τα έφερνε πάνω από τον αριστερό της ώμο, στην παλάμη της με τον αντίχειρα από πάνω, σα χάδι, μα τόσο άσχημα, τόσο βρώμικα, όπως κι αυτή ολόκληρη, τα ρούχα που της δίνονταν δεν ήταν στο νούμερό της, ήταν μεγαλύτερα, κάτι μπλουζάκια και κάτι παλιά φορέματα, καμιά φορά αθλητική φόρμα, ακόμα πιο μεγάλη αυτή, έμεναν πάνω της για μέρες, μέχρι να έρθει η αντικατάστασή τους, εσώρουχα δε λάμβανε ποτέ, πιο απλά τα πράγματα έτσι, πιο ελεύθερα, λιγότερα να βγαίνουν, να τραβιούνται, να σκίζονται, στα πόδια της οι δικές της μπαλαρίνες, δεν της έβγαζε σχεδόν ποτέ, ό,τι κι αν συνέβαινε, κι ας είχε δίπλα κάτι παντόφλες, διαφορετικές μεταξύ τους, μεγαλύτερο νούμερο πάντα, τις πρώτες δύσκολες μέρες του μήνα δεν ήξερε τι να κάνει, στεκόταν στη λεκάνη συνεχώς, έτρεχε μετά με την αλυσίδα της, σα σκυλί, στη βρύση, πάλι πίσω μετά, ξανά καθιστή να περιμένει, πόση ντροπή χωράει σ’ ένα σώμα, τη δεύτερη, τρίτη φορά είχε συνηθίσει, το αίμα όμως κι η μυρωδιά του, στο πάτωμα και στις πετσέτες που μούσκευαν κι αφήνονταν πεταμένες, είχαν ως θεραπεία προκαλέσει νέες αγορές, εκείνα τα μικρά εισερχόμενα ιθύφαλλα βαμβάκια με το κορδόνι, τώρα αυτό δεν αποτελούσε πρόβλημα, ούτε κατά διάνοια, στο στόμα μια γεύση μεταλλική, το αίμα της ήταν πάλι, αυτή τη φορά από ούλα και χείλη σκισμένα, έφτυνε κόκκινα, πρησμένο το πρόσωπό της από τη μια μεριά, να μάθει άλλη φορά να αντιστέκεται, ψηλαφούσε το εξόγκωμα που πριν ήταν το μάτι της, έκαιγε και πονούσε, πονούσε παντού όμως, ειδικά στο αριστερό χέρι με το μεγάλο δερμάτινο βραχιόλι, ενισχυμένο απ’ έξω με δυο μεγάλα μεταλλικά δαχτυλίδια, ενωμένα κι αυτά με κάθετες λωρίδες μετάλλου, κι έναν κρίκο οξυγονοκολλημένο, δυνατός κι αυτός κι οι ενώσεις του, αυτός ήταν που φιλοξενούσε την αρχή της αλυσίδας που σερνόταν ελαφρά, εξαντλημένα, πληγές και στα δυο χέρια όμως, από νοσηρό παιχνίδι, γάζες σε λιγοστές, οι πιο πολλές αφημένες πια στο χρόνο και στη φυσική θρέψη, το ίδιο στην πλάτη και τις γάμπες της, στους μηρούς και τους γλουτούς της, έμοιαζε όλη σαν τοίχος φυλακής, που χαράσσει πάνω του γραμμές ο έγκλειστος για να μετράει το χρόνο…

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013




 Βαγκάν ο βίγκαν #6


Δεν είχε και πολλούς ανθρώπους στη ζωή του. Πάντα τον συνόδευε η πρώιμη απώλεια. Τους γονείς του τους είχε χάσει όταν πήγαινε ακόμα σχολείο, δεκατριών χρόνων ήταν, τους είχε πάρει ένας μεθυσμένος που πέρασε στο αντίθετο ρεύμα, ο πατέρας υπέκυψε στο σημείο του ατυχήματος, κηδεία άμεσα, την επομένη κιόλας, κλειστό το φέρετρο, κλάμα πολύ, νοσοκομείο η μητέρα, ένα μήνα σε κρίσιμη κατάσταση, δεν έλλειψε ούτε μια μέρα από δίπλα της, είχαν κολλήσει τα χέρια τους θυμάται, δάκρυα κι εκεί, με παύσεις και συνέχειες, η εσωτερική αιμορραγία δε σταμάτησε, δεν περιορίστηκε, νίκησε στο τέλος, κι άλλη κηδεία, άπειρα δάκρυα με λυγμούς, ορφανός πλέον, επίσημα, μόνος κι απροστάτευτος, χωρίς δυνάμεις να παλέψει, δεν είχε προλάβει να δυναμώσει, επενέβησαν ο παππούς κι η γιαγιά, κι αυτοί με ματωμένη την καρδιά και το μυαλό χαμένο, κανένας γονιός δεν πρέπει να θάβει το παιδί του, τον πήραν σπίτι, σιγά σιγά έμαθαν όλοι να ζουν με το αναντικατάστατο κενό, αγαπήθηκαν εκ νέου, παλιοί ρόλοι μπλεγμένοι με νέους, ζεστάθηκε με τα χρόνια το κρύο του θανάτου, η ζωή νικά πάντα, μεγάλωνε κι αυτός, ο παππούς συνέχιζε να δουλεύει, κάλλιστος τεχνίτης, δεν υπήρχε παπούτσι που να μην μπορούσε να αναστήσει, η γιαγιά σπίτι, φρόντιζε για το παιδί, να τρέφεται καλά, να μην παρατήσει τη γνώση, ούτε να παραμελήσει τον εαυτό του, να αθλείται όταν μπορούσε, κι αυτός τη ρουφούσε τη φροντίδα και τη νουθεσία, άκουγε, πέρασαν κι άλλα χρόνια, έτοιμος να δώσει για το πανεπιστήμιο, μια μέρα ο παππούς δεν ήρθε από τη δουλειά, νοσοκομείο πάλι, όγκος στο κεφάλι, τεράστιος, καρκίνος, επιθετικότατος, πάλι δάκρυα, πάλι κολλημένα χέρια, η γιαγιά σε άθλια κατάσταση, έφυγε κι ο παππούς, μια μέρα από τις τελευταίες του σχολείου, καλοκαίρι, χαρά θεού έξω, βροχή μέσα, μαυρίλα πάλι, όταν χάθηκε απ’ τα μάτια τους μέσα στη γης λιποθύμησε η γιαγιά, ξέσπασε κι αυτός, κι ήταν η τελευταία φορά που έκλαψε θυμάται, μετά στέρεψε αυτή η βρύση, η εξωτερική, πλέον μόνο μέσα του, εκτός καμιά φορά όταν μαγείρευε..

Τη συμπαθούσε πολύ την κυρία Υβέτ, έβλεπε σ’ αυτή τη συγχωρεμένη τη γιαγιά του, είχε την ίδια θλίψη στα μάτια μα και την ίδια προσήνεια, το ίδιο πρόσχαρη, μέχρι κι η φωνή είχε πανομοιότυπη χροιά, έτσι του φαινόταν, την είχε γνωρίσει πριν από λίγα χρόνια, στο δρόμο, όταν έψαχνε για τον δικό της τον άντρα και τον είχε πλησιάσει για να του δείξει μια φωτογραφία και να τον ρωτήσει αν τον είχε δει, αν ήξερε τίποτα, έκλαιγε, την είχε πάρει περνώντας το χέρι του στον ώμο της, προστατευτικά, μπήκανε σ’ ένα καφενείο κι εκεί τα είπαν πρώτη φορά, όχι δεν τον έχω δει, μην ανησυχείς όμως, είμαι σίγουρος ότι θα επιστρέψει, πόσος καιρός έχει περάσει από τότε που χάθηκε, ένας μήνας, έσμιξε τα φρύδια του, πίεσε τις σιαγώνες του, αλλά δεν έπαψε τις διαβεβαιώσεις του, θα ξαναφανεί, είμαι σίγουρος..

Τώρα ανέβαινε τα ξύλινα σκαλοπάτια του κτηρίου δυο-δυο, κι ας κουβαλούσε τα πράγματα της κυρίας Υβέτ, σιγά το βάρος, ένας όροφος, δύο, στον τρίτο σταμάτησε, άφησε τις σακούλες πρόσκαιρα κάτω, έστρωσε λίγο το γιακά, τίναξε το λιγοστό νερό που είχε καθίσει στους ώμους του, πέρασε τα χέρια του στα μαλλιά πατώντας τα κι επαναφέροντάς τα στην τάξη, βοηθούσε κι η νεοαποκτηθείσα υγρασία και το λιγοστό τους βέβαια, χτύπησε το κουδούνι, μια ελαφρά επίκυψη κι οι σακούλες ήταν πάλι στα χέρια του..
-Καλώς τον αγαπημένο μου. Πέρασε, πέρασε, είπε και πήρε από τα χέρια του τις σακούλες με τα κρέατα. Είναι όλα όπως τα ζήτησα να φανταστώ, ε? και χωρίς να περιμένει απάντηση κατευθύνθηκε προς την κουζίνα κι άρχισε να κάνει τους γνώριμους θορύβους ξετυλίγματος, ανακατανομής και τακτοποίησης.
-Κάθισε στο σαλόνι, στην αγαπημένη σου μεριά κι εγώ θα σου φέρω το καφεδάκι σου, είπε η φωνή της αδύναμη πια λόγω απόστασης, τοίχων και ηλικίας ίσως.
Πήγε στο σαλόνι, στην πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο, που επέτρεπε μια ξεκάθαρη θέα του δρόμου και της γειτονιάς, έβαλε το βάρος του στα αναπαυτικά της μαξιλάρια, απόλαυση, κι άφησε το βλέμμα του να τελειώσει το δρόμο, να ξεπροβοδίζει τα αυτοκίνητα που χάνονταν και να καλωσορίζει αυτά που εμφανίζονταν. Η ψιλή βροχή που έπεφτε ολημερίς έδινε στο φθινοπωρινό απόγευμα ταυτότητα, μια νότα θλιμμένη, στους ανθρώπους ομπρέλες και ομοιότητα, έτσι από ψηλά που τους κοιτούσε, οι γυναίκες ήταν πιο χρωματιστές, οι άνδρες ως επί το πλείστον σκούροι, μαύροι, πιο ταχείς, οι γυναίκες επέτρεπαν στον εαυτό τους και μια στάση μπροστά από κάποια βιτρίνα, οι άνδρες ποτέ, μόνο εάν συνόδευαν, έβλεπες και την απροθυμία τους πολλές φορές στην ομπρέλα που άρχιζε να περιστρέφεται, για τον χαμένο χρόνο, τα φώτα άρχιζαν σιγά σιγά να ανάβουν, παλιός καθρέφτης ο δρόμος, στο πεζοδρόμιο η αντανάκλαση παιγνίδιζε πιο διεστραμμένα, κόκκινα φρένα, λευκοί προβολείς, υποκίτρινοι φανοστάτες, λαμπερά μαγαζιά, ωραία εικόνα, ήρθε και το καφεδάκι, μοσχομύρισε το δωμάτιο, μια καρέκλα τραβήχτηκε δίπλα στη δική του, αργά, με θόρυβο στο πάτωμα, πήρε στο χέρι του την αχνιστή κούπα, εισέπνευσε με τη μύτη το αναδυόμενο άρωμα, φύσηξε λίγο την επιφάνεια, δίστασε, άλλη μία, ρούφηξε προσεκτικά, χαμογέλασε..-Να ’στε καλά κα Υβέτ, ήταν ό,τι έπρεπε, κι αφέθηκε νωχελικά στη διήγησή της που θα περιελάμβανε, όπως και κάθε φορά ίσως, τα βαρετά νέα της γειτονιάς, της ζωής εκείνου του μονομελούς σπιτικού του τρίτου ορόφου, για να τελειώσει κι αυτός με  τη λακωνική αφήγηση της δικής του από την τελευταία φορά που βρέθηκαν και τα νέα του δικού του μονομελούς περιπλανώμενου θιάσου, λίγο γέλιο, λίγη ένταση, λίγη θλίψη, αναλόγως ρόλου, τα γνωστά…

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013


Τέρενς και Μανουέλ #2


- Τι ακούγεται? Τι είναι αυτά?
- Δεν ξέρω αλλά μάζεψε τα πράγματα γρήγορα.. Γρήγορα σου λέω…
Δεν πρόλαβαν καλά-καλά να γεμίσουν και να δέσουν τα σακίδιά τους, ψηλαφιστά, στα σκοτάδια, χέρια που δούλευαν αντανακλαστικά, σε ρυθμό πυρετώδη, ευτυχώς τα περισσότερα ρούχα τους τα φορούσαν, τα παπούτσια μας?, πρόσεχε, μην κάνεις θόρυβο, κι η σκηνή άρχισε να κουνιέται και να πιέζεται σε διάφορα σημεία, από μουσούδες που μύριζαν και ξεφυσούσαν ολοένα και πιο έντονα..
- Λες να περιμένουμε λίγο, μήπως φύγουν? ρώτησε ο Μανουέλ ψιθυριστά, πάντα, ακουμπώντας τον Τερενς για να νοιώθει, ώμο με ώμο, κι οι δυο σε ημικάθισμα, σε επιφυλακή, μέσα στο τριγωνικό υφασμάτινο δωμάτιο, ασφυκτικά ήταν τώρα αλλά ποιος νοιάζεται, δεν είναι η ώρα, οι χειρολαβές των σακιδίων περασμένες στις παλάμες τους, ενός στη δεξιά, του άλλου στην αριστερή, σφιγμένες, η άλλη γροθιά έκλεινε μέσα της από ένα κυνηγετικό μαχαίρι, έτοιμοι, έτοιμοι για τι?, αν είναι θα πέσουμε μαχώμενοι, ιδρώτας κυλούσε στο μέτωπο, κι η μυρωδιά που ερχόταν απ’ έξω απαίσια, κρατούσαν την ανάσα τους σχεδόν, μόνο για να ακούν τις άλλες, τις ζωώδεις πιο έντονα, οι καρδιές τους έκαναν τον περισσότερο θόρυβο, έτσι φαινόταν, άραγε τα ζώα να μπορούν να ακούσουν μια καρδιά που πάει να σπάσει?, δεν έχουν δα και τη δική μας ακοή, την υποδεέστερη, αν ισχύει κάτι τέτοιο δε νομίζω ότι θα μας βγει σε καλό, πόσα άραγε είναι απέξω?, ησυχία τώρα, τι έγινε?, ο Μανουέλ πρότεινε το οπλισμένο χέρι προς το φερμουάρ του μπροστινού ανοίγματος, δειλά, αθόρυβα, το έπιασε με το δείκτη και τον αντίχειρα δίχως να αφήσει τη λαβή που κρατούσαν τα άλλα τρία του δάκτυλα με τη λάμα στραμμένη προς τα κάτω, ο Τέρενς δεν έβλεπε, φανταζόταν όμως τι γινόταν από τις κινήσεις του σώματος, ήταν ό,τι θα έκανε κι ο ίδιος ίσως, άρχισε να το κατεβάζει, πρώτο κρακ, δεύτερο κρακ, τρίτο....Τρία νύχια ενός δυνατού μπροστινού ποδιού έσκισαν με ορμή φερμουάρ και ύφασμα, το μαχαίρι κατέβηκε αστραπιαία με δύναμη σ’αυτό που είχε μόλις εισβάλει, μια κραυγή πόνου, ένα αλύχτισμα, όχι όμως θανάσιμος τραυματισμός, τα πράγματα ήταν σίγουρο ότι θα γίνονταν ακόμη πιο βίαια, πιο άγρια…
- Γρήγορα, βγάλε τον αναπτήρα σου, είπε ο Τέρενς ανοίγοντας το πίσω μέρος της σκηνής δίπλα στο βράχο, φορώντας το σακίδιο..Τον έφερες? Πες μου ότι τον έφερες..
- Τον έφερα, είπε και φορώντας κι αυτός το σακίδιο, έβαλε το χέρι στην τσέπη του.
- Από ‘δω θα φύγουμε. Θα σκαρφαλώσουμε. Τώρα κάψ’ την. Κάψ’ την, ούρλιαξε στο Μανουέλ, έβαλε το μαχαίρι στη θήκη του και με μια δρασκελιά έβαλε το γυμνό του πέλμα στο πρώτο ικανό σημείο της μεγάλης γειτονικής πέτρας κι άρχισε την ανάβαση, δίχως να κοιτάξει ούτε πίσω ούτε κάτω, άκουγε όμως το Μανουέλ που αγκομαχώντας ακολουθούσε λίγα εκατοστά μακριά από τα πόδια του, ψάξε, βρες το κατάλληλο μέρος, στηρίξου, ουρλιαχτά λίγο πιο κάτω, γύρω από τη φλεγόμενη σκηνή, καπνός στα μάτια και τα πνευμόνια τους, τα γρυλίσματα εκνευρισμού ανέβαιναν κι αυτά μαζί, στ’ αυτιά τους, μη σταματάς, πρόσεχε εδώ γλιστράει πολύ, δυσχερέστατη η αναρρίχηση, μετά από αρκετά μέτρα, στο πρώτο πλάτωμα που τους χωρούσε αμφότερους, σταμάτησε ο πρώτος, έσκυψε, ένα χέρι προτάθηκε, βρήκε ένα άλλο που σαν να το περίμενε, στα τυφλά, δύναμη έλξης, κραυγές υπερπροσπάθειας, λαχάνιασμα λύτρωσης, ανάσα με ήχο σαν κλάμα, πόδια πληγωμένα, κάθισαν στην άκρη κι έμειναν να κοιτάζουν το πιο όμορφο κάρβουνο που είχαν δει ποτέ, να καπνίζει το τέλος της πυροκόκκινης λάμψης του.
 (Σημείωση του αναρτώντος)
Μετά από συζητήσεις με κάποιους από εσάς που αναγιγνώσκετε, πληροφορήθηκα τη διάθεση για σχολιασμό, αλλά τελικά την αποφυγή του. Παρακαλείσθε όπως προβαίνετε αφειδώς στην παραπάνω ενέργεια, καθώς κι εγώ ό,τι μου κατεβαίνει παραθέτω. Να κάνετε λοιπόν κι εσείς το ίδιο, χωρίς φόβο και πάθος. Ή μάλλον μόνο χωρίς φόβο.
Ευχαριστώ

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

(παραμυθάκι για ανάσα)

Τέρενς και Μανουέλ #1


-Είσαι σίγουρος ότι πάμε καλά?
-Τι να σου πω…Νομίζω πως ναι..Γιατί εσύ είσαι άμοιρος ευθυνών? Μήπως κι εσύ δεν έπρεπε να γνωρίζεις τα ίδια?
-Ναι, αλλά εξ αρχής εσύ κόμπαζες για τις ικανότητές σου στον προσανατολισμό κι αυτές αφεθήκαμε να εμπιστευθούμε..Τώρα?
-Τώρα μη μιλάς κι άσε με να δω πού βρισκόμαστε..
Έβγαλε τον τσαλακωμένο και μισο-σκισμένο χάρτη από τη σχολική τσάντα που θα μετρούσε τουλάχιστον είκοσι χρόνια ηλικίας, και παραπάνω,  τον άνοιξε πάλι και προσπάθησε με το ισχνό φως του ψυχορραγούντος φακού να βρει κάτι που θα του έδινε το στίγμα και θα τους έδειχνε το δρόμο..Μάταια βέβαια..
-Εεεε, από δώ…Είναι και το φεγγάρι μπροστά μας, κι αυτήν την εποχή είμαι σίγουρος ότι αυτός εκεί είναι ο βορράς.. κι έδειξε ψηλά μπροστά, πάνω από τις κορυφές των δέντρων, βάζοντας προσεκτικά πάλι το χάρτη στην τσάντα. Ήπιε μια γουλιά νερό, πλατάγισε τη γλώσσα, έβγαλε ένα επιφώνημα ευχαρίστησης, χτύπησε το Μανουέλ στην πλάτη κι είπε κοφτά :
-Πάμε, ακολούθα..
Πάλι καλά που δεν έβρεξε..Ο ουρανός καθαρός και πλήρης αστεριών, ειδικά στο μέρος που δεν είχε φεγγάρι και τους έδινε την ευκαιρία να λάμψουν κι αυτά την ύπαρξή τους, γιατί αν και ημισέληνος, σε έκανε να ξεχνάς το ετερόφωτο και να αφήνεσαι στο λαμπερό του, που αν δεν ήταν τα δέντρα, δε θα χρειαζόταν ούτε  φακός ούτε τίποτα, θύμιζε παλιές εποχές, τότε που τίποτα δεν ήταν φωτορυπασμένο από τον πολιτισμό και προσέδιδε στην ψυχή μια αίσθηση μοναξιάς και ανημποριάς, ήταν ήδη τόσο μακριά από το ηλεκτρικό ρεύμα, το συναίσθημα ενός μικρού φόβου για την ασημαντότητά σου, άραγε τι να παραμονεύει στα σκοτάδια, σφίξε λίγο τη λαβή του μαχαιριού σου, αυτή η κραυγή τίνος ζώου ήταν?, μου λείπει το σπίτι μου, πάμε λίγο πιο γρήγορα..
Περπατούσαν σίγουρα είκοσι ώρες, έχοντας κάνει μόνο μια μικρή στάση για φαγητό δίπλα από ένα ποτάμι, που λίγο έλλειψε να τους κοστίσει ό,τι κουβαλούσε ο Τέρενς στην ξεφτισμένη τσάντα του, όταν προσπάθησαν να το διασχίσουν μην έχοντας κάνει σωστό υπολογισμό του βάθους του, παραλίγο να βυθιστεί ολόκληρος, μόνο το κεφάλι του και τα χέρια του στην ανάταση με την τσάντα ήταν εκτός νερού, Πρόσεξε, Κράτα καλά, Μην την αφήσεις, Έρχομαι, Μη φοβάσαι, όλα καλά, βρεγμένοι κι οι δύο στην άλλη όχθη, λαχανιασμένοι και ξαπλωμένοι ανάσκελα, χέρια και πόδια ανοιχτά, σαν αγγελάκια στο χιόνι, ευχαριστώ θεέ μου, βγάλε τώρα όλα τα ρούχα σου κι εγώ μαζί, τα παπούτσια επίσης, ανάβω μια φωτιά, έχει και ζέστη, σε λίγη ώρα  θα είναι όλα στεγνά, εν τω μεταξύ ας φάμε κάτι, έχεις δίκιο, πρέπει να πάρουμε δυνάμεις..
Δεν ήταν ξένοι ούτε στο περπάτημα, ούτε στη ζωή της υπαίθρου, από παιδιά έκαναν κατασκήνωση, σε παραλίες κυρίως, όχι τόσο σε δάση, όλοι βέβαια έλεγαν ότι δεν κινδυνεύεις στο βουνό, δε σε πειράζουν τα ζώα, τους ανθρώπους πρέπει να φοβάσαι, μολαταύτα καλύτερα να είσαι σε εγρήγορση για παν ενδεχόμενο, τώρα όμως η κούραση και η αϋπνία είχαν αρχίσει να βραδύνουν το βηματισμό τους, ήταν και το περιστατικό στο ποτάμι που προσέθετε στην εξάντληση κι η υγρασία που ποτέ δεν έφυγε ούτε από ρούχα, ούτε από παπούτσια, ούτε κι απ’ το κορμί τους, η πρόοδος που σημείωναν προχωρώντας ήταν μηδαμινή, το καταλάβαιναν κι οι δύο..
-Να σου πω..Προτείνω να διανυκτερεύσουμε εδώ, σ’ αυτό το μικρό ξέφωτο δίπλα στο βράχο του λόφου. Θα κόβει και λίγο το κρύο και τη δροσιά της νύχτας. Και συνεχίζουμε με το λυκαυγές. Τι λες?
-Ε ναι..αναστέναξε ο Μανουέλ. Δεν ήθελα να σου το πω, αλλά τα πόδια μου με έχουν πεθάνει. Δεν αντέχω άλλο, κι αφού κι εσύ συμφωνείς, δεν βλέπω την ώρα να κλείσω φερμουάρ υπνόσακου και μάτια, και λέγοντας αυτά πέταξε στο χώμα το σακίδιο από την πλάτη του, έβγαλε τη σκηνή κι άρχισε να στήνει, ενώ ο Τέρενς μάζευε μικρά ξύλα για τη συνοδευτική της νύχτας φωτιά..Σε λίγο το υπαίθριο σπιτικό έδινε την τρεμάμενη τριγωνική σκιά του στο βράχο, ενώ η φωτιά ζέσταινε το κατσαρολάκι με φασολάδα κονσέρβας, φάγανε, αχ να ‘χαμε κι ένα τσιγαράκι, ευτυχώς πήρα αυτό το φλασκί με κονιάκ, εγώ το ξέχασα, δεν πειράζει, πάρε από το δικό μου, ήπιανε δυο γουλιές, να ζεσταθεί το μέσα τους, άντε πάμε, καληνύχτα, ήχος από φερμουάρ σκηνής, από υπνόσακο νούμερο ένα, δευτερόλεπτα μετά κι από τον νούμερο δύο..
Το φεγγάρι έφευγε από τον σκοτεινό θόλο, πήγαινε να κρυφτεί πίσω από ένα βουνό, πολλά αστέρια τώρα, άπειρα, στην κυριολεξία, έσβηνε κι η φωτιά, η νύχτα στα καλύτερά της, στα ανενόχλητά της, σκότος και κρύο, σιγή πλήρης, μόνο κανένα πουλί στο δάσος έκρωζε, μάλλον αναζητώντας ταίρι, ή έτσι, ταραξίας εκ φύσεως..
-Ε, το άκουσες αυτό?, είπε ο Μανουέλ ψιθυριστά, κουνώντας με το χέρι το πράσινο κουκούλι του Τέρενς..
-Ποιο?, βγήκε η φωνή της νάρκης, κι οι δυο μισοσηκώθηκαν να ακούσουν.. Η φωτιά είχε σβήσει, κι έξω ούτε το κρυμμένο πια φεγγάρι ούτε τα άστρα έδιναν εικόνα του περιβάλλοντος. Σκότος παντού…και κρύο…και βήματα έξω από τη σκηνή..πολλά βήματα... γύρω γύρω..κι όχι ανθρώπινα…

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013



Βαγκάν ο βίγκαν #5



Ύπνος..γιατί δεν ξεκουράζεσαι αλλιώς, πώς να το κάνουμε? Ύπνος..Σκοτάδι και σιωπή..Και σκέψεις..Και ξέρεις ότι χρειάζεσαι εκείνες τις σκέψεις στην αρχή, αν δεν είσαι πλήρως εξαντλημένος ή υπό την επήρεια, για να σε βάλουν σ’εκείνο το συγκεκριμένο χωροχρόνο που μπερδεύεται το πραγματικό με το ονειρικό, που αρχίζουν εκείνες οι απλές ή περιπετειώδεις εγκεφαλικές προβολές με μόνο θεατή εσένα. Έχουν ήχο? Δε θυμάμαι..Θυμάμαι όμως όταν ήμουν παιδί, που ξαπλωμένος στο μαξιλάρι με τη μια πλευρά του προσώπου, άκουγα το συνεχή βηματισμό κάποιου, σαν να περπατούσε σε χώμα, ή σε άμμο..σε χαλίκια καλύτερα..ναι σε χαλίκια..στον ίδιο ρυθμό πάντα..και μετά κατάλαβα ότι ήταν η καρδιά μου όλα αυτά τα ατέλειωτα βήματα..Ήταν ο σφυγμός μου στο αυτί, όταν πιεζόταν λίγο η φλέβα στο μαξιλάρι, που έδινε αυτόν τον ήχο..ήμουν εγώ .. το μέσα μου που ζούσε…. ένα ρολόι με εκκρεμές χωρίς ώρα….ένας μετρονόμος χωρίς το παίξιμο κάποιου οργάνου..κι έμενα ν’ακούω..και περίμενα κάπου κάποιος να φτάσει.. και μετά κοιμόμουν....

Τώρα?

Τώρα στριφογύρισε λίγο ακόμα γιατί δεν υπάρχει ηρεμία…δεν υπάρχει κι αγκαλιά....που ένας άντρας μέχρι εκεί πάνω δε θα χρειάζεται λογικά…..λογικά…δεν είναι έτσι όμως…και το ξέρεις…άτιμη μοναξιά..και σκέφτεσαι ότι δυσκόλεψε πολύ η ανθρώπινη αγκαλιά…σπάνισε…και τη θες..πόσο πολύ τη θες….και δεν παίρνεται από το λάθος άτομο…δεν είναι σωστό… αν δεν είσαι εκεί πληρέστατα…ψυχή τε και σώματι…ψεύδεσαι…ξεγελιέσαι …και ξεγελάς παράλληλα…και δεν έχεις το δικαίωμα αυτό..πρέπει να αντιστέκεσαι σ’ αυτή την ατιμία…γιατί είναι άτιμο..ξεκάθαρα... δε σου φταίει τίποτα αυτός που σ’αγκαλιάζει..να μην ξέρει το ψέμμα..κι όταν είναι ψέμμα έχει αγκάθι αυτή η αγκαλιά..η τόσο πολύτιμη..που τη λαχταράς τόσο…και το αγκάθι δε σ' αφήνει να αφεθείς..και να παραδοθείς στη θαλπωρή…που έτσι θα’ταν χωρίς αυτό..τέλεια....αλλά σπάνια....τόσο σπάνια….τα’παμε..γι’ αυτό και την αντικατέστησες με του ζώου σου..του κατοικιδίου σου…κι αχ τι καλά…αφού σ’ αγαπάει πραγματικά…το βλέπεις..το νιώθεις…αλλά είδες ότι δε φτάνει...?
Πάρε κι άλλο..ένα αδέσποτο..να βοηθήσεις κιόλας…καλό κάνεις..αφού έχεις τόση αγάπη να δώσεις…και σου λείπει άλλη τόση να λάβεις…

Αυτά σκεφτόταν και τυραννικά του αρνιόταν ο Μορφέας τόση ώρα τη λύτρωση..Σηκώθηκε, χωρίς να κάνει καν προσπάθεια να ψάξει για παντόφλες, άδικος κόπος να καλέσει το λατρεμένο κατοικίδιο, δεν υπήρχε, συνειδητά αρνιόταν την απόκτησή του, τα αγαπούσε όμως τα ζώα και τα ντρεπόταν πολύ, τα ‘χουμε ξαναπεί, πήγε στην κουζίνα, χωρίς φως όλα, στα σκοτάδια, ήδη τα μάτια του είχαν συνηθίσει, κι ό,τι δεν έβλεπε θα το ψηλαφούσε, απαλά και δειλά, το φως του ψυγείου σαν να τον τύφλωσε, πήρε λίγο γάλα σόγιας, να ζεστάνει με μέλι, μέλι?, άπιστε βίγκαν, ναι το παραδεχόταν, αυτό δε θα το άλλαζε ποτέ, το σεβόταν τόσο ως προϊόν, είχε μια αδιαμφισβήτητη ευγένεια που μόνο το σεβασμό του άξιζε, κι όλες οι μέλισσες, οι σφήκες όχι, αντιπαθέστατες, τώρα όμως δεν έβλεπε καλά, μετά από τη λαμπρότητα της συντήρησης, άνοιξε το φως του απορροφητήρα, πήρε τα σχετικά, ετοίμασε το ρόφημα, κάηκε στην πρώτη γουλιά, αχ αυτή η αδημονία, τα έσβησε όλα, σκοτάδι πάλι, αργά βήματα, ψηλαφούσε και με τις πατούσες του, έφτασε στο σαλονάκι, κάθισε, κι έβαλε λίγη μουσική να παίζει....έκλεισε τα μάτια.....κάπου κάποιος αγαπούσε κάποια και της το ‘λεγε, κι έκλαιγαν οι νότες, σαν την καρδιά του, αλλά ένιωσε ότι είχε παρέα....κι αποκοιμήθηκε....