Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2013



Υβέτ και Βίκτωρ



- Καλημέρα..Δεν είμαι πολύ καλός στα λόγια, να το ξέρεις..Αυτό που νοιώθω όμως δε θέλει πολλές λέξεις για να ειπωθεί… Σ’ αγαπάω..Σ’ αγάπησα απ΄την πρώτη στιγμή που σε είδα..Για περίπατο είχες πάει με τη μάνα σου.. Πρωί Κυριακής, με τα καλά σου κι εκείνη την ομπρέλα για τον ήλιο..Είδα το πρόσωπο εκείνο που μια ζωή περίμενα να δω, με βλέμμα χαμηλό, απερίσπαστο. Καθώς πέρασα από δίπλα σου, αργά, έκανα μεταστροφή κι έμεινα να σε κοιτάζω να απομακρύνεσαι..Ακούνητος..Μέχρι που ο φόβος μη σε χάσει το βλέμμα μου κούνησε τα πόδια μου γρήγορα, φτερωτά.. Κι ήρθα σε μια απόσταση ασφαλείας..Και την κράτησα..Μέχρι που γύρισες μετά από λίγο σπίτι σου..Κι από τότε σε βλέπω συνέχεια..Και δεν αντέχω όταν δε σε βλέπω..Πονάει η καρδιά μου..Κι όταν σε βλέπω, σφίγγεται, μη νομίζεις.. Και τώρα νοιώθω πως είμαι να πέσω να πεθάνω..Κι ας είμαι στρατιωτικός κι έχω δει και μάχες και το καθήκον μου πάντα το’ κανα μ’ ανδρεία και μ’ αλήθεια.. Τώρα είμαι ανήμπορος. Ήρθα να σου πω πως θέλω να σε κάνω γυναίκα μου και ξέρω πως δε θα μ’ αρνηθείς. Γιατί εσύ είσαι πια το μόνο για το οποίο θα πεθάνω σ’ αυτή τη ζωή. Πάω να βρω τον πατέρα σου να του τα πω. Σκέψου το κι εσύ καλά, πάρε όλη τη βδομάδα. Να ρωτήσεις. Να μάθεις.. Βίκτωρας Κοζάκος είναι τ΄όνομά μου.Αν δε με θες, πες το στον πατέρα σου, να μου το πει αυτός, γιατί αν δε με θες, δε θα τ’ αντέξω να τ’ ακούσω από σένα. Καλύτερα από κείνον..Κοίτα με τώρα στα μάτια χωρίς να μιλάει κανείς..Τι βλέπεις?

Μόλις το νερό έβρασε, έκανε την απαραίτητη μεταφορά, έκλεισε το φως στην κουζίνα, διέσχισε το σαλόνι, το φως του δρόμου που έμπαινε από το μεγάλο παράθυρο έδειχνε το περίγραμμα των πραγμάτων όλων, πόσο φως χρειάζεσαι άραγε για να περπατήσεις μέσα στο ίδιο σου το σπίτι?, τα βήματά σου πάνε μόνα τους, τα δικά της ντυμένα με παντόφλες τα έσερνε στο ξύλινο πάτωμα με τον αντίστοιχο ήχο, σίγουρα οι από κάτω δεν είχαν πρόβλημα μ' αυτό, δεν ήταν δα κι η ώρα περασμένη, ωράρια τρίτης ηλικίας, ξεκλείδωσε την πόρτα από την αποθηκούλα, μικρό το παράθυρο εκεί, ελάχιστο το φως, άλλη η πηγή του, δεν άπλωσε το χέρι όμως σε διακόπτη, πλησίασε το τζάμι με τη μεγάλη ντουλάπα δίπλα, στάθηκε, αναστέναξε, είπε μια καληνύχτα, βγήκε απαλά, έκλεισε κατά τον ίδιο τρόπο, μπήκε στην κρεβατοκάμαρα, έβγαλε τη ρόμπα της, την κρέμασε, διπλό το μεγάλο ξύλινο κρεβάτι, κάθισε πάνω του, παλιά τα ελατήρια που μουρμούριζαν, στη μεριά της, τη δική της μεριά, αυτό δεν άλλαξε ποτέ, σήκωσε τα σκεπάσματα, έβαλε τη θερμοφόρα που κουβαλούσε τόση ώρα και την έσπρωξε βαθειά μέσα τους, έκλεισε το μεγάλο φως κι άφησε το μικρό, στο κομοδίνο δίπλα από το προσκεφάλι της, έβγαλε τις ψεύτικες οδοντοστοιχίες της και τις τοποθέτησε στο ένα ποτήρι με νερό που ήταν πιο μακριά της, αηδία για ξένους ναι, γι' αυτήν ντροπή να την δουν χωρίς αυτές, αλλά συνήθεια απαραίτητη, μπορεί να μιλήσει κανείς στον άλλο χωρίς δόντια?, ο γέρος δεν είναι αξιαγάπητος σα μωρό, χωρίς αυτές ένιωθε γυμνή, απροσάρμοστη, το άλλο - το μόνο για πόση - πιο κοντά της, δεν ξέρεις ποτέ αν θα διψάσεις μες στη νύχτα, τις καθαριότητές της τις είχε τακτοποιήσει μόλις λίγα λεπτά πριν, άπλωσε το χέρι στο καλώδιο με το διακόπτη δίπλα της, σκοτάδι, τράβηξε με τα δυο της χέρια το πάπλωμα, αντίσταση με τους αγκώνες, μοχλοί για να γλιστρήσει το σώμα πιο κάτω, να βρουν τελικά τα πόδια τη ζέστη που είχε επιμελώς φωλιάσει, το γνώριμο ρίγος της αντίθεσης τη διαπέρασε σύγκορμη, ένα μακρύ μπερδεμένο επιφώνημα ξέφυγε από το στόμα χωρίς δαγκωνιά, έκλεισε τα μάτια, άπλωσε το χέρι στο άδειο μέρος δίπλα της, Πού είσαι πάλι? Πώς μ' άφησες στο κρύο? Πού είναι εκείνα τα ζεστά σου πόδια να βάλω πάνω τα δικά μου, όπως μου' λεγες κάθε φορά κι ας ήταν τόσο παγωμένα? Πού είναι η αγκαλιά σου που μου τη στέρησες κι αυτή?. και με μια κίνηση, πόδια και χέρι σε συνεργασία, τράβηξε τη θερμοφόρα πάνω της...στο στήθος της.....την αγκάλιασε σφιχτά κι ας έκαιγε.....κι ας καιγόταν..

4 σχόλια:

  1. 'Εδώ, όσο σιγά κι αν περπατήσω μες στην άχνα της βραδιάς,
    είτε με τις παντούφλες, είτε ξυπόλυτη,
    κάτι θα τρίξει, - ένα τζάμι ραγίζει ή κάποιος καθρέφτης,
    κάποια βήματα ακούγονται, - δεν είναι δικά μου. '

    Κι η δική της μεριά στο περιττά διπλό κρεβάτι, πιο αισθητά υπενθυμίζει την απουσία της άλλης μεριάς, που την καίει αριστερά στο στήθος πιο πολύ από την καυτή της θερμοφόρα..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τι κάνει μια τίγρη χωρίς δόντια; Μένει μόνη και περιμένει να πεθάνει. Άλλωστε είναι αργά, πλέον, για να γίνει γατούλα. Αναλογούν τα πράγματα και η ζωή. Σοφά τοποθετημένη στο κρεβάτι, αφουγκράζεται τους ελαφρύτατους τριγμούς της. Η θερμοφόρα καίει αναπληρώνοντας την παρουσία ή συμπληρώνοντας την απουσία; Το ερώτημα, ή μάλλον το λογοπαίγνιο, είναι ρητορικό. Είναι σίγουρο ότι δεν μπορείς να φας τη ζωή με τεχνητή οδοντοστοιχία, αλλά για να χάσεις τη δικιά σου, ροκάνισες αρκετά τη ζωή κάποιου άλλου. Κανένας οίκτος, λοιπόν, εξάλλου είναι ποταπό συναίσθημα. Αλλά και καμμία συμπόνοια, ευγενής απόδειξη της, κατά τον Κούντερα, αγάπης. Καληνύχτα, λοιπόν, στην ντουλάπα. Κι όσο για το μπαμπά σου, μάλλον αποτυχημένος θηριοδαμαστής!
    ΗΚ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Έχει πεθάνει ήδη.
    Η ζωή είναι ζέστη-Το κάψιμο αυτομαστίγωση.
    Πανάκριβο εμφύτευμα εγγυάται λυσσαλέο αέναο δάγκωμα, χωρίς απαραίτητη υπαιτιότητα για την απώλεια βέβαια.
    Κανένας οίκτος ασχέτως αν συμπονείς.
    Πατρική φιγούρα μεν, σύζυγος δε.
    Δεν υπάρχει επιτυχία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή